Η ορθόδοξη υμνολογία τιμώντας την μνήμη του Οσίου τον
ονομάζει «εύηχον κιθάρα του Παρακλήτου, το μέγα όργανον του Θεού, αξιέπαινον
σάλπιγγα της Εκκλησίας» και μας υπενθυμίζει ότι ο θαυμαστός βίος του «εν
εγκρατεία και πόνοις και αγρυπνίαις πολλαίς και προσευχαίς εγένετο».
Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς στα Μεδιόλανα της Ιταλίας το 340 μ.Χ. και από μικρός φανέρωνε την θεοπρεπή συμπεριφορά και πολιτεία του. Αναφέρεται ότι μετά τον θάνατο των γονέων του έζησε με μιαν αδελφή μεγαλύτερή του. Κάποτε βλέποντάς την να ασπάζεται το δεξί χέρι ενός επισκόπου της έδωσε αυτός και το δικό του, λέγοντας: «Φίλησέ το και αυτό διότι και εγώ πρόκειται να γίνω επίσκοπος». Αυτή, όπως ήταν φυσικό, τον μάλλωσε μη μπορώντας να καταλάβει την προφητεία του. Όταν όμως αργότερα εκπληρώθηκε, θαύμασε η αδελφή του και μιμούμενη τον Άγιο έζησε ζωή ενάρετη, φυλάσσοντας την παρθενία.
Όταν έφτασε στην νόμιμη ηλικία ήταν ήδη κάτοχος πολλών επιστημών της εποχής του, ιδιαίτερα της ρητορικής. Γιαυτό και τον ψήφισαν αβοκάτο, δηλαδή δικηγόρο των ανακτόρων. Επιτελούσε το έργο του με σοφία και σύνεση και γινόταν αντικείμενο θαυμασμού για την ευγλωτία, τη δικαιοσύνη του και τις πλούσιες αρετές που ήταν στολισμένος. Ο Ουαλεντινιανός που εξουσίαζε τότε τη Ρώμη και όλη την Ευρώπη βλέποντας τα πολλά του χαρίσματα τον διόρισε ηγεμόνα όχι μόνο των Μεδιολάνων αλλά ολόκληρης της Ιταλίας. Όταν διορίστηκε, ο Πρόβος που ήταν επίτροπος του βασιλιά λέγει στον Αμβρόσιο: «Πάρε την εξουσία που σου έδωσε ο βασιλιάς και κυβέρνα όχι σαν κριτής αλλά σαν επίσκοπος». Με αυτά τα λόγια ο Πρόβος εννοούσε να κυβερνά το λαό με επιείκεια και όχι με αυστηρότητα. Και ο μακάριος Αμβρόσιος κυβερνούσε με γνώση και διάκριση, ώστε όλος ο λαός ήταν ευχαριστημένος.
Ο Ουαλεντινιανός έδωσε την κυβέρνηση όλης της Ανατολής στον αδελφό του Ουάλεντα, να ορίζει το Βυζάντιο, τη Θράκη, την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Ο ίδιος πήρε τη Δύση και κήρυττε παντού την ευσέβεια, εξοστρακίζοντας την αίρεση του Αρείου που ακολουθούσε και ο τότε αρχιερέας των Μεδιολάνων, Αυξέντιος.
Όταν πέθανε ο Αυξέντιος, ο βασιλιάς προσκάλεσε όλους τους επισκόπους της Ιταλίας και τους είπε: «Ξέρετε καλά, πώς πρέπει να είναι ο αρχιερέας, για να οδηγεί το ποίμνιο του στη σωτηρία». Τότε όλη η Σύνοδος αποφάσισε να ψηφίσει, εκείνος τον αρχιερέα, γιατί ήταν ευσεβέστατος και σοφός. Κι εκείνος απάντησε: «Εσάς με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος αξίωσε ο Πανάγαθος να ψηφίζετε αρχιερέα».
Οι επίσκοποι, λοιπόν, σκέφτονταν ποιον να ψηφίσουν. Οι λαϊκοί που, κατοικούσαν στα Μεδιόλανα μάλωναν μεταξύ τους. οι Αρειανοί ήθελαν ομόφρονά τους και οι Ορθόδοξοι, Ορθόδοξο. Όταν ο ιερός Αμβρόσιος άκουσε τη φιλονικία του λαού, ήλθε στα Μεδιόλανα για να προλάβει τα σκάνδαλα. Τους συμβούλεψε να εκλέξουν τον πιο ενάρετο απ’ όλους και τους είπε και πολλά σωτήρια λόγια. Εκείνοι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, του απάντησαν ότι δεν υπάρχει άλλος αξιότερός του και είπαν στον βασιλιά ότι διάλεξαν τον Αμβρόσιο για ποιμένα και οδηγό τους.
Όταν το έμαθε ο λαός, καταλήφθηκε από μεγάλο ενθουσιασμό και παραλήρημα και όλοι μαζί άρχισαν να αναφωνούν: «άξιος!! άξιος!! Ο Αμβρόσιος είναι άξιος για επίσκοπος». Ήταν θέλημα Θεού. σ’ αυτό ακόμα και οι αιρετικοί δεν είχαν τρόπο να στηρίξουν τις αντιρρήσεις τους.
Ο Αμβρόσιος στο απροσδόκητο αυτό ξέσπασμα του ηφαιστείου ταράχτηκε κι έτρεξε να κρυφτεί. Η παράδοση αναφέρει πως όταν άκουσε ότι θα τον χειροτονούσαν επίσκοπο, αποφάσισε να φύγει. Αλλ’ ο Κύριος ήθελε να μπει ο λύχνος στην κατάλληλη θέση, για να φωτίζει τους «εν σκότει καθεύδοντας». Ενώ περπάτησε όλη τη νύκτα βρέθηκε πάλι το πρωί έξω από τα τείχη της πόλης των Μεδιολάνων!
Οι ευσεβείς χριστιανοί που τον αναζητούσαν τον βρήκαν και τον οδήγησαν στη Μητρόπολη. Επειδή ο Άγιος κατάλαβε ότι ήταν θέλημα Θεού δέχτηκε να χειροτονηθεί. Έτσι, μέσα σε επτά μέρες βαπτίστηκε και χειροτονήθηκε επίσκοπος Μεδιολάνων στις 7 Δεκεμβρίου του 374.
Ο τρομερός αιρεσιάρχης Άρειος είχε καταδικαστεί από την Εκκλησία μα η αίρεσή του εξακολουθούσε να συνταράζει την εκκλησιαστική ειρήνη. Του Αμβρόσιου η αρχιερατική του ζωή δεν ήταν λοιπόν τίποτε άλλο, παρά μια ατέλειωτη πάλη, ένας σκληρός αγώνας εναντίον των αιρέσεων, μαζί με ευσπλαχνία και προστασία των φτωχών και των δυστυχισμένων.
Μερικοί άρχοντες έκαναν ορισμένα σφάλματα και ο Αμβρόσιος δε δίστασε να ελέγξει αυστηρά τον βασιλιά. Ο ευσεβής βασιλιάς όχι μόνο δεν δυσαρεστήθηκε αλλά τον επαίνεσε λέγοντας: «Γνώριζα το ζήλο σου, γιαυτό επέμενα να γίνεις αρχιερέας, γιάτρευε λοιπόν όπως ορίζει ο νόμος του Θεού, τις αμαρτίες μας».
Αφού ο ευσεβής Ουαλεντινανός κυβέρνησε για δεκαοκτώ χρόνια το βασίλειο παράδωσε την ψυχή του στον Κύριο κι άφησε διαδόχους του τα παιδιά του. Ο Ουάλης που ήταν Αρειανός και βασίλευε στο Ανατολικό μέρος πέθανε. Έμεινε όλη η βασιλεία στον Γρατιανό που ήταν ευσεβής όπως ο πατέρας του Ουαλεντινιανός. Ο Γρατιανός ανακάλεσε όλους τους αρχιερείς που ο Θείος του Ουάλης είχε εξορίσει.
Όταν πληροφορήθηκε ότι ο νέος βασιλιάς εξαπατήθηκε από την μητέρα του και υποστήριζε τους Αρειανούς, φρόντισε να τον λυτρώσει. Το συμβούλευε κάθε μέρα, ο βασιλιάς όμως επειδή ήταν άπειρος πίστευε πιο πολύ στα λόγια της μητέρας του και τον έδιωχνε από την εκκλησία. Ο Άγιος όμως του είπε: «Εγώ θεληματικά δεν βγαίνω. Δεν παραδίνω την μάντρα των λογικών προβάτων, που μου εμπιστεύτηκε ο Κύριος έστω κι’ αν πρόκειται να χύσω το αίμα μου».
5. Οι αγώνες του εναντίον των αιρετικών
Οι αγώνες του κατά των Αρειανών πήραν μεγάλες διαστάσεις, γιατί η αίρεση αυτή κατάφερε να αποκτήσει αρκετούς οπαδούς στα Μεδιόλανα και να εισχωρήσει μέσα στα βασιλικά ανάκτορα. Η χήρα του Ουαλεντινιανού Α’ δεν δίσταζε να ραδιουργεί εναντίον του έχοντας πειθήνιο όργανο τον γιο της Ουαλεντινιανό Β’. Η Ιουστίνη, το 385 ζήτησε πρώτα μικρό ναό για να τον χρησιμοποιούν οι Αρειανοί, αλλ’ ο Άγιος αντιστάθηκε λέγοντας: «Στον αυτοκράτορα ανήκουν τα παλάτια, στον ιερέα οι ναοί». Αργότερα όταν η Ιουστίνη ξαναζήτησε τον ναό έγιναν συμπλοκές μεταξύ των Ορθοδόξων και του στρατού, που στάλθηκε για να τον συλλάβει. Με την επέμβαση όμως του Πνευματοφόρου Πατρός ειρήνευσαν τα πνεύματα: «Δεν ήλθαμε στον ναό είπε, για να πολεμήσουμε αλλά για να προσευχηθούμε. θα προσευχηθούμε, χωρίς να φοβηθούμε».
Όταν το 383 δολοφονήθηκε στην Λυών από το στασιαστή Μάξιμο ο 24χρονος αυτοκράτορας Γρατιανός, που τον εκτιμούσε πολύ, μετάβηκε αυτοπροσώπως στα Τρέβηρα προς το δολοφόνο και μνηστήρα του θρόνου Μάξιμο και τον έπεισε να μην στραφεί κατά της Ιταλίας και προσβάλει τα δικαιώματα για τον θρόνο του δωδεκάχρονου Ουαλεντινιανού Β’, αλλά να αρκεσθεί στο αξίωμα του συνάρχοντα για τη Γαλλία, Ισπανία και Βρεττανία. Και αργότερα ξαναπήγε στα Τρέβηρα με αποστολή προς τον Μάξιμο το 386. Με σύστασή του ο αυτοκράτορας Γρατιανός (375-383) απομάκρυνε από την Ρωμαϊκή γερουσία το άγαλμα της Νίκης που τοποθέτησε ο αυτοκράτορας Αύγουστος. Όταν η γερουσία ζήτησε στη βασιλεία του Ουαλεντινιανού Β’ (385-392) να ξαναστηθεί το άγαλμα, ο Αμβρόσιος ήταν εκείνος που έπεισε τον αυτοκράτορα να απορρίψει την αίτηση.
Αλλά και ο Θεοδόσιος ο Α’ (379-395) τον εκτιμούσε πολύ. Η μεγάλη επιρροή του Αγίου στον Θεοδόσιο φαίνεται από το αιματηρό δράμα της Θεσσαλονίκης το 390. Μετά από διαταγη του Βουθερίκου που ήταν διοικητής του Ιλλυρικού στρατού της πόλεως, συνελήφθη κάποιος ηνίοχος του ιπποδρόμου και φυλακίστηκε. Επειδή ο λαός απαιτούσε την αποφυλάκισή του και ο Βουθερίκος αρνιόταν, εξερράγη επανάσταση και φονεύθηκε ο Βουθερίκος και άλλοι αξιωματούχοι του. Όταν έμαθε αυτό ο Θεοδόσιος οργίσθηκε υπερβολικά και διάταξε να τιμωρηθεί ο λαός με σφαγή. έγινε πρόσκληση στο λαό να παρακολουθήσει τις ιπποδρομίες και ξαφνικά οι στρατιώτες επιτέθηκαν και σκότωσαν επτά χιλιάδες άτομα.
Πηγαίνοντας προς την Ρώμη κάποια μέρα ο Αμβρόσιος για μια υπόθεση, νυκτώθηκε και έμεινε στην οικία κάποιου πλούσιου της περιοχής ο οποίος φιλοξένησε πλουσιοπάροχα τον Αρχιερέα και τους κληρικούς που τον συνόδευαν. Το πρωί τον ερώτησε ο Άγιος εάν δοκίμασε καθόλου θλίψεις στην ζωή του. Τον ερώτησε γιατί πρόσεξε ότι είχε πολλά πλούτη. Αυτός του αποκρίθηκε: «Με τις ευχές σου Δέσποτα Άγιε, ουδέποτε με λύπησε ο Θεός, ούτε με ζημίωσε, ούτε γνωρίζω τι είναι ασθένεια. αλλά και πολλές δωρεές μου απέστειλε ο Πανάγαθος, πλούτη, δόξα και κάθε άλλη απόλαυση». Όταν άκουσε αυτά ο Άγιος δάκρυσε και είπε προς τους κληρικούς: «Σηκωθείτε γρήγορα να φύγουμε από την καταραμένη αυτήν οικία πριν μας προλάβει ο θυμός του Θεού». Βλέποντας ότι αμελούσαν να ετοιμάσουν τα άλογα τους πρόσταζε εντονώτερα να φύγουν το συντομώτερο. Μόλις αναχώρησαν και προχώρησαν λίγη απόσταση, άνοιξε η γη και κατάπιε την οικία με τον πλούσιο, τους συγγενείς και τα πλούτη του.
Αυτοί που ακολουθούσαν εθαύμασαν για το φοβερό γεγονός και ερώτησαν τον Άγιο πώς το γνώρισε. Αυτός τους αποκρίθηκε: «Γνωρίζετε βέβαια, ότι όταν έχει κάποιος θλίψεις, διάφορους πειρασμούς και βάσανα, ο Κύριος είναι μαζί του και τον παιδεύει σαν παιδί του αγαπημένο, για να το ετοιμάσει για την αιώνια του Βασιλεία. Όταν κάποιος έχει σ’ αυτόν τον κόσμο απολαύσεις, υγεία, ευημερία, χωρίς θλίψεις, αυτό είναι σημείο της απώλειας του αψευδέστατο, διότι είναι παροργισμένος, μαζί του ο Κύριος για τις πράξεις του και τον έχει αποφασισμένο για την αιώνια κόλαση. Γιαυτό του δίνει τώρα πρόσκαιρη απόλαυση. Αλήθεια σας λέγω αδελφοί έπρεπε να θρηνούμε απαρηγόρητα όταν δεν μας έρχονται πειρασμοί και βάσανα και όταν μας παιδεύει ο Κύριος σαν δίκαιος κριτής και πάνσοφος γιατρός, όχι μόνο να υπομένουμε τους πόνους καρτερικά, αλλά και να τον ευχαριστούμε με υποχρέωση, όπως και τους σωματικούς γιατρούς που πληρώνουμε να κόψουν και να κάψουν τα μέλη μας για την ποθούμενη υγεία και σωτηρία μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου