Παραδίδονται ιδιαίτερα μαθήματα Ακορντεόν
αρμονίου, πιάνου, φλογέρας,
τραγουδιού για νήπια και παιδιά,
θεωρίας της μουσικής,
μουσικής προπαιδείας,
Μορφολογίας και Ιστορίας της μουσικής,
Ειδικού Αρμονίας, Αντίστιξης, Φυγής
Βυζαντινής Μουσικής
με διαφοροποιημένη διδασκαλία
(και μέσω διαδικτύου/online)


Προετοιμασία εισαγωγής σε Μουσικά Σχολεία

Στείλτε το μήνυμα σας στη φόρμα επικοινωνίας




Elbrimale: Meditation de Thais, Jules Massenet


Αποτέλεσμα εικόνας για Jules Émile Frédéric Massenet  Jules Émile Frédéric Massenet (Ζιλ Μασνέ)

Γάλλος συνθέτης της όπερας, ο οποίος θαυμάστηκε για τον λυρισμό, τον αισθησιασμό, τον συναισθηματισμό και τη θεατρικότητα της μουσικής του.

Ο Ζιλ Εμίλ Φρεντερίκ Μασνέ γεννήθηκε στο Μοντό, προάστιο σήμερα του Σεντ Ετιέν, στις 12 Μαΐου του 1842. Σε ηλικία έξι ετών άρχισε μαθήματα πιάνου με τη μητέρα του Αδελαΐδα, που ήταν καθηγήτρια πιάνου, και στα 11 του χρόνια έγινε δεκτός στο Ωδείο των Παρισίων. Τα περισσότερα χρόνια της μαθητείας του τα πέρασε φιλοξενούμενος σε συγγενικό σπίτι, αφού οι γονείς του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Παρίσι για βιοποριστικούς λόγους. Ο νεαρός Ζιλ για να εξασφαλίσει τα προς το ζην άρχισε να παίζει κρουστά στο Teatre Lyrique και πιάνο στο Café de Belleville.

Αν και οι δάσκαλοί του στο Ωδείο δεν διέκριναν κάποιο ταλέντο στον Μασνέ, τα πράγματα έλαβαν διαφορετική τροπή, όταν το 1862 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε μουσικό διαγωνισμό στη Ρώμη με την καντάτα David Rizzio. Τα επόμενα τρία χρόνια έζησε στην πρωτεύουσα της Ιταλίας, όπου γνωρίστηκε με τον Φραντς Λιστ. Με δική του προτροπή άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου στη Νινόν ντε Γκρεσί, κόρη πλούσιας οικογένειας, την οποία τελικά παντρεύτηκε το 1866.

Το πρώτο έργο του ήταν η μονόπρακτη όπερα La grand’tante, που ανέβηκε το 1867 στο Παρίσι, χωρίς επιτυχία. Το 1871 ο Μασνέ κλήθηκε στα όπλα και υπηρέτησε ως στρατιώτης στον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο, ο οποίος κατέληξε σε συντριπτική ήττα για τη Γαλλία και συνέβαλε στην ενοποίηση της Γερμανίας.

Η αναγνώριση του Μασνέ ήλθε το 1873 με το ορατόριο Μαρία Μαγδαληνή, που επαινέθηκε από ομοτέχνους του, όπως οι Τσαϊκόφσκι, Ντ’ Ιντί και Γκουνό. Το έργο αυτό αποτελεί παράδειγμα συγχώνευσης του θρησκευτικού αισθήματος και του ερωτισμού, που απαντά συχνά στο έργο του Μασνέ. Την ίδια χρονιά έγραψε τη μουσική για το θεατρικό έργο Ερινύες του Λεκόντ ντε Λιλ, στο οποίο περιλαμβάνεται η δημοφιλής Ελεγεία, ένα κομμάτι για τσέλο και ορχήστρα.

Το 1878 αναλαμβάνει καθηγητής της σύνθεσης στο Ωδείο των Παρισίων και αναδεικνύει συνθέτες, όπως οι Αντρέ Μπλοχ, Γκιστάβ Σαρπεντιέ, Ερνέστ Σοσόν, Φοράν Σμιτ, Ρεϊνάλτο Χαν, Ζορζ Ενέσκου, Σαρλ Κεσλέν και Σπύρος Σαμάρας. Τον ίδιο χρόνο παίρνει τη θέση του Καμίλ Σεν Σανς στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και γίνεται το νεώτερο μέλος της, σε ηλικία 36 ετών.

Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο χώρο της όπερας έρχεται στις 19 Ιανουαρίου 1884, με την πρεμιέρα της Μανόν, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Αντουάν Πρεβό Μανόν Λεσκό και από πολλούς θεωρείται το αριστούργημά του. Πρόκειται για ένα ερωτικό δράμα, με πρωταγωνίστρια μια νεαρή επαρχιωτοπούλα, τη Μανόν Λεσκό, που εκτυλίσσεται στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Στο ρετσιτατίβο, ο Μασνέ χρησιμοποιεί το ασυνήθιστο επινόημα της προσφυγής στον πεζό λόγο, με μια ελαφριά ορχηστρική συνοδεία.

Τον επόμενο χρόνο παρουσιάζει την όπερα Λε Σιντ (πρεμιέρα 30 Νοεμβρίου 1885), που αφηγείται την ιστορία του Ελ Σιντ, του απελευθερωτή των Ισπανών από τους Άραβες. Η όπερα αυτή του Μασνέ διασώζεται μέχρι σήμερα, χάρη στη σουίτα μπαλέτου της δεύτερης πράξης, στην οποία περιλαμβάνει και το γνωστό κομμάτι Aragonaise, που παίζεται και ως αυτόνομο έργο.

Στις 15 Φεβρουαρίου 1892 ανεβάζει με μεγάλη επιτυχία την όπερα Βέρθερος, βασισμένη στο ομώνυμο ρομαντικό μυθιστόρημα του Γκαίτε και δύο χρόνια αργότερα (16 Μαρτίου 1894) την όπερα Θαΐς. Το λιμπρέτο βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Ανατόλ Φρανς, που αφηγείται με εικονοκλαστικό τρόπο την ιστορία της εταίρας Θαϊδος, η οποία έζησε τον 4ο αιώνα στην Αίγυπτο και μετεστράφη στον Χριστιανισμό. Η όπερα είναι γνωστή σήμερα για το συμφωνικό ιντερμέδιο της δεύτερης πράξης Διαλογισμός (Meditation), γραμμένο για βιολί και ορχήστρα, που αποτελεί μέρος του καθιερωμένου ρεπερτορίου για βιολί.

Εκτός από όπερες, ο Μασνέ έγραψε ορχηστρική μουσική (ορχηστρικές σουίτες, ένα κοντσέρτο για πιάνο), καντάτες, ορατόρια και 200 τραγούδια. Το 1912 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο Οι αναμνήσεις μου (Mes Souvenirs). Ο Μασνέ ήταν ένας σκληρά εργαζόμενος συνθέτης, που ξεκινούσε να δουλεύει από τις 4 το πρωί. Συνέθετε από μνήμης και όχι στο πιάνο, όπως η πλειονότητα των συνθετών. Αυτό τον βοήθησε να γίνει ένας σπουδαίος ενορχηστρωτής. Ακόμη και στα πιο δυνατά περάσματα, η ορχηστρική υφή των συνθέσεών του είναι διαυγής. Ο ίδιος απέφευγε να παρακολουθεί την εκτέλεση των έργων του και πληροφορούνταν την τύχη τους από φίλους και γνωστούς.

Στην ανοδική μουσική του πορεία συνεισέφεραν με τις γνωριμίες τους στο καλλιτεχνικό και δημοσιογραφικό κύκλωμα ο συνθέτης Αμπρουάζ Τομά και ο εκδότης Ζορζ Χαρτμάν. Σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική του διαδρομή έπαιξε και ο γάμος του με τη Νινόν ντε Γκρεσί, ο οποίος του εξασφάλισε μια άνετη ζωή, χωρίς οικονομικά προβλήματα.

Ο Ζιλ Μασνέ πέθανε στο Παρίσι στις 13 Αυγούστου 1912, σε ηλικία 70 ετών, χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Οι συνθέσεις του ήταν αρκετά δημοφιλείς στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα. Μετά τον θάνατό του, το ύφος του θεωρήθηκε ξεπερασμένο και οι περισσότερες όπερές του περιέπεσαν στην αφάνεια. Εκτός από τη Μανόν, τον Βέρθερο και τη Θαϊδα, οι υπόλοιπες από τις 22 όπερές του σπανίως ανεβαίνουν.


Πηγή: www.sansimera.gr


" Palomita Blanca" - Athens Tango Ensemble




Το κουιντέτο “Athens Tango Ensemble“ ερμηνεύει μουσικά αριστουργήματα από τη “Χρυσή εποχή’’
του Αργεντίνικου τάνγκο (1935-1955) , συνθέσεις του Astor Piazzolla (tango nuevo) καθώς και σημαντικών Ελλήνων δημιουργών του είδους, της εποχής του μεσοπολέμου όπως Σουγιούλ, Γιαννίδη , Αττίκ .

Το κουιντέτο “Athens Tango Ensemble“ αποτελείται από τους σπουδαίους σολίστες : Δήμος Βουγιούκας – ακορντεόν-μπαντονεόν, ενορχηστρώσεις
Κυριάκος Γκουβέντας -βιολί
Παναγιώτης Μάρκος-πιάνο
Δημήτρης Κουφογιώργος-κιθάρα
Κώστας Αρσένης-κοντρα μπάσο

Guest: Ελένη Δημοπούλου-τραγούδι

Music Round the Town  by Liliatodd, via FlickrVal Samuelson


Καλημέρα ομορφιές μου!

la partida




Henryk Mikoaj Gorecki

Αποτέλεσμα εικόνας για Henryk Mikołaj Gorecki
Ο Χένρικ Γκορέτσκι (Henryk Górecki, Γκούρετσκι η ορθή προφορά του ονόματός του στα Πολωνικά) γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1933 στο χωριό Τσέρνιτσα της νοτιοδυτικής Πολωνίας. Η οικογένειά του αγαπούσε τη μουσική. Ο πατέρας του Ρόμαν (1904-1991) ήταν σιδηροδρομικός και ερασιτέχνης μουσικός, ενώ η μητέρα του Οτίλια (1909-1935) έπαιζε πιάνο. Η μητέρα του πέθανε, όταν ήταν δύο ετών και πολλά από τα πρώιμα έργα του είναι αφιερωμένα στη μνήμη της. Ο Χένρικ ενδιαφέρθηκε από νωρίς για τη μουσική, αλλά αποθαρρύνθηκε, τόσο από τον πατέρα του, όσο και από τη μητριά του, που δεν τον άφηνε να παίζει στο πιάνο της μητέρας του. Αυτός επέμεινε και σε ηλικία 10 ετών άρχισε μαθήματα βιολιού με ένα συγχωριανό του ερασιτέχνη μουσικό.

Το 1945, ενώ έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς του, έπαθε εξάρθρωση γοφού. Η κακή διάγνωση του τοπικού γιατρού του προκάλεσε μόλυνση και σοβαρό πρόβλημα υγείας. Χρειάστηκε να υποβληθεί σε τέσσερεις εγχειρήσεις και να παραμείνει στο νοσοκομείο συνολικά είκοσι μήνες για να δει την υγεία του να καλυτερεύει. Προσωρινά, όμως, καθώς μία φυματίωση που του παρουσιάσθηκε επέτεινε το πρόβλημα με την υγεία του, που τον ταλαιπώρησε σε όλη τη διάρκεια της ζωή του, μέχρι σημείου «να συνομιλεί συχνά με τον θάνατο», όπως έλεγε.

Το 1952 πήγε για πρώτη φορά σε Ωδείο και μέσα σε τρία χρόνια έμαθε κλαρινέτο, πιάνο, μουσική θεωρία, βελτίωσε τις επιδόσεις του στο βιολί και άρχισε να συνθέτει. Από το 1955 συνέχισε τις σπουδές στη Μουσική Ακαδημία του Κατοβίτσε, με καθηγητή τον συνθέτη Μπόλεσλαβ Σαμπέλσκι (μαθητή του Κάρολ Σιμανόφσκι), ενώ παρέδιδε μαθήματα μουσικής για τα προς το ζην. Ο Σαμπέλσκι τον μύησε στη νεοκλασική ανάγνωση της αντίστιξης και στην πολωνική λαϊκή μουσική, αλλά την ίδια περίοδο ο Γκορέτσκι ήταν απορροφημένος στους κανόνες του δωδεκαφθογγικού σειραϊσμού. Αποφοίτησε με άριστα από την Ακαδημία το 1960.

Το 1968 προσελήφθη στη Μουσική Ακαδημία του Κατοβίτσε και το 1972 προήχθη σε καθηγητή της σύνθεσης. Ήταν πολύ αυστηρός δάσκαλος, ο φόβος και ο τρόμος του Ωδείου, λόγω του απότομου χαρακτήρα του και των συχνά ανελέητων σχολίων του για τις επιδόσεις των μαθητών του. «Όταν τον πρωτοάκουσα στην τάξη ένοιωσα σαν κάποιος να μου άδειασε μια κανάτα κρύο νερό στο κεφάλι» θυμάται ο μαθητής του και μετέπειτα συνθέτης Ραφάλ Αουγκουστίν. Ο ίδιος, όμως, αναγνωρίζει ότι όσοι αποφοίτησαν από την τάξη του Γκορέτσκι έγιναν αξιοσέβαστοι συνθέτες.

Το 1975 αναλαμβάνει διευθυντής της Σχολής, αν και δεν ήταν μέλος του Ενωμένου Εργατικού Κόμματος Πολωνίας (Κομμουνιστικού), που κυβερνούσε τη χώρα από το 1945. Οι διαρκείς του κόντρες με την κομματική γραφειοκρατία τον οδήγησαν σε παραίτηση το 1979, όταν διαμαρτυρήθηκε για την κυβερνητική απόφαση να μην επιτραπεί στον πολωνικής καταγωγής Πάπα Ιωάννη - Παύλο Β’ να επισκεφθεί το Κατοβίτσε. Αμέσως μετά ίδρυσε το τοπικό παράρτημα του Καθολικού Συλλόγου Διανοουμένων, μιας οργάνωσης που αντιμαχόταν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Παρέμεινε πολιτικά ενεργός έως την πτώση του Κομμουνισμού το 1989. Μάλιστα, το 1991 συνέθεσε το Miserere για μεγάλη ορχήστρα, σε ανάμνηση της αστυνομικής βίας κατά του συνδικάτου Αλληλεγγύη, που βρισκόταν στην πρωτοπορία του αντικομμουνιστικού αγώνα τη δεκαετία του ‘80.

Παράλληλα με τα διδακτικά του καθήκοντα ο Γκορέτσκι ασχολήθηκε με τη σύνθεση, όσο του επέτρεπε η ασθενική κράση του. Τα πρώτα έργα του χρονολογούνται από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 και κινούνται στα χνάρια του Πιερ Μπουλέζ και της σειραϊκής πρωτοπορίας. Θεωρείται ο ιδρυτής της αποκληθείσας Νέας Πολωνικής Σχολής, μαζί με τον άλλο διάσημο συνθέτη της γενιάς του, τον Κζίστοφ Πεντερέτσκι. Και οι δύο επωφελήθηκαν από την ανοχή που επέδειξαν οι κομμουνιστικές αρχές προς τη μοντέρνα τέχνη, αν και συχνά τους κατηγορούσαν για φορμαλισμό (χαρακτηρισμός που αποδιδόταν σε όσους ξέφευγαν από τις νόρμες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού).

Τον Φεβρουάριο του 1958 δόθηκε η πρώτη συναυλία με έργα του στο Κατοβίτσε. Η επιτυχία της έφερε και τις πρώτες παραγγελίες για τον νεαρό συνθέτη, ελαφρύνοντας κάπως τη δεινή οικονομική του κατάσταση. Ο Επιτάφιος (Epitafium), έργο του 1958 για χορωδία και ορχηστρικό σύνολο, θεωρήθηκε ως «η πιο παραστατική και σφύζουσα έκφραση του νέου πολωνικού κύματος στη μουσική». Τον επόμενο χρόνο έγραψε την Πρώτη Συμφωνία και το 1960 τα Scontri (Συγκρούσεις), που εντυπωσίασαν τους κριτικούς.

Το 1961 ο Γκορέτσκι βρισκόταν στην εμπροσθοφυλακή της πολωνικής αβάν-γκαρντ, έχοντας αφομοιώσει τις επιρροές του από τους Βέμπερν, Μπουλέζ και Ξενάκη κι έχοντας διαμορφώσει το δικό του στυλ. Αρχίζει να γίνεται γνωστός στο εξωτερικό. Μεταβαίνει για σπουδές στη Γαλλία και επηρεάζεται από τη μουσική των Ολιβιέ Μεσιάν και Καρλχάιντς Στοκχάουζεν. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 αρχίζει να απομακρύνεται από τη μουσική πρωτοπορία και να συνθέτει σ’ ένα πιο παραδοσιακό, νεορομαντικό εκφραστικό ύφος. Ξεχωριστό έργο αυτής της περιόδου είναι η Συμφωνία αρ. 2, γνωστή και ως Κοπερνίκεια. Γράφτηκε το 1972 για να τιμηθούν τα 500 χρόνια από τη γέννηση του πολωνού αστρονόμου Νικολάου Κοπέρνικου.

Το 1976 συνθέτει τη Συμφωνία αρ. 3, γνωστή και με τον υπότιτλό της Συμφωνία των Λυπημένων Τραγουδιών, ένα αργό και υποβλητικό έργο για σοπράνο και ορχήστρα, που θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη επιτυχία του δεκάξι χρόνια αργότερα, όταν θα ηχογραφηθεί από τη Σινφονιέτα του Λονδίνου υπό τον Ντέιβιντ Ζίνμαν, με σολίστ τη σοπράνο Ντον Άπσοου. Θα κυκλοφορήσει από τη δισκογραφική εταιρεία Nonesuch/Warner και θα πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο δίσκους μόνο στη Μεγάλη Βρετανία, φθάνοντας ως το Νο6 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών, συναγωνιζόμενο ευθέως τους ποπ και ροκ καλλιτέχνες της εποχής. Είχε γίνει γνωστό το 1985, όταν ένα απόσπασμά του χρησιμοποιήθηκε στο σάουντρακ της ταινίας του Μορίς Πιαλά Police. Το πιο δημοφιλές έργο του Γκορέτσκι αποτελείται από τρία μέρη: Το πρώτο είναι βασισμένο σ’ ένα θρήνο του 15ου αιώνα, το δεύτερο χρησιμοποιεί τα λόγια μιας νεαρής κοπέλας, της Ελενα Μπλαζούσιακ, που έγραψε στον τοίχο μιας φυλακής της Γκεστάπο, ζητώντας από την Παναγία να τη βοηθήσει. Το τρίτο μέρος της συμφωνίας περιλαμβάνει τα λόγια μιας μητέρας που έχασε τον γιο της σε μία από τις εξεγέρσεις των Πολωνών για την ανεξαρτησία της χώρας τους.

Παρά τη μεγάλη επιτυχία της Τρίτης Συμφωνίας, ο Γκορέτσκι άντεξε στον πειρασμό να συνθέσει ένα έργο στο ίδιο στυλ και συνέχισε να γράφει «υπακούοντας στις εσωτερικές του φωνές». Κριτικοί και μουσικολόγοι επαινούν το έργο του και τον εντάσσουν στο κλίμα του αποκληθέντος Αγίου Μινιμαλισμού, με συνθέτες όπως οι Άρβο Περτ, Τζον Τέβενερ και Γκίγια Κάντσελι. Κοινός τόπος αυτών των συνθετών, η απλότητα στον ρυθμό και τη μελωδία και τα βαθιά θρησκευτικά πιστεύω. Στις 12 Νοεμβρίου 2010, ο θάνατος του χτύπησε την πόρτα και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη Συμφωνία αρ. 4, η πρεμιέρα της οποίας επρόκειτο να δοθεί στο Λονδίνο. Ήταν παντρεμένος από τον Ιούλιο του 1959 με τη συμφοιτήτριά του στο Ωδείο και μετέπειτα καθηγήτρια πιάνου Γιανβίγκα Ρουράνσκα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: την πιανίστρια Άννα Γκορέτσκα-Στάντσικ (γ. 1967) και τον συνθέτη Μικολάι Γκορέτσκι (γ. 1971).

Είπε…

«Γεννήθηκα στη Σιλεσία. Είναι παλιά πολωνική γη, αλλά με παρούσες τρεις κουλτούρες: Πολωνική, Τσεχική και Γερμανική. Η λαϊκή τέχνη, η τέχνη γενικότερα, δεν έχει σύνορα. Η Πολωνική Κουλτούρα είναι ένα υπέροχο μίγμα. Όταν κοιτάς την ιστορία της Πολωνίας είναι ακριβώς η πολυπολιτισμικότητα, η παρουσία των μειονοτήτων που έκαναν την Πολωνία αυτό που είναι σήμερα.»

«Οι μαθητές μου στη Μουσική Ακαδημία, μου ζητούσαν πολλά, πολλά πράγματα, πώς να γράψουν μουσική και τι να γράψουν. Εγώ τους απαντούσα: Εάν μπορείς να ζήσεις χωρίς μουσική για δύο ή τρεις μέρες, τότε μην γράφεις... Πέρασε καλύτερα τον χρόνο σου με το κορίτσι σου ή με μία μπύρα. Εάν δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς μουσική, τότε γράψε.»

«Δεν διαλέγω του ακροατές μου. Δεν γράφω για τους ακροατές μου. Τους σκέπτομαι, αλλά δεν γράφω γι’ αυτούς. Έχω να τους πω κάτι, αλλά θα πρέπει να καταβάλουν και αυτοί προσπάθεια για να το καταλάβουν. Εάν τους σκεπτόμουν δεν θα μπορούσα να γράψω.»


«Θα ήταν τρομερή φτώχεια για τη ζωή εάν η μουσική ήταν πολιτική. Δεν μπορώ να φανταστώ τι είναι πολιτική μουσική. Η μουσική είναι μουσική, όπως η ζωγραφική είναι ζωγραφική. Εγώ μπορώ να έχω τα πολιτικά μου πιστεύω, τα οποία αφορούν μόνο την προσωπική μου ζωή».

πηγή: sansimera.gr