Παραδίδονται ιδιαίτερα μαθήματα Ακορντεόν
αρμονίου, πιάνου, φλογέρας,
τραγουδιού για νήπια και παιδιά,
θεωρίας της μουσικής,
μουσικής προπαιδείας,
Μορφολογίας και Ιστορίας της μουσικής,
Ειδικού Αρμονίας, Αντίστιξης, Φυγής
Βυζαντινής Μουσικής
με διαφοροποιημένη διδασκαλία
(και μέσω διαδικτύου/online)


Προετοιμασία εισαγωγής σε Μουσικά Σχολεία

Στείλτε το μήνυμα σας στη φόρμα επικοινωνίας




Συμπληρωματικά στοιχεία για τον Μπέλα Μπάρτοκ


Ο Μπέλα Μπάρτοκ υπήρξε πραγματικός ανανεωτής στο επίπεδο της πολυτονικότητας, των μουσικών ρυθμών και της ενορχήστρωσης, πεδία που δεν σταματά να τροφοδοτεί με τη δύναμη των μουσικών θεμάτων του και με το όραμά του για μια ανθρωπότητα αδερφωμένη - όραμα που μετατρέπει σε μουσική, το όραμα του Μπετόβεν και του Σίλερ. Τα τελευταία του αριστουργήματα (το 6ο κουαρτέτο εγχόρδων, το Κοντσέρτο για βιόλα, η Σονάτα για βιολί, το Κοντσέρτο για ορχήστρα) τον βρίσκουν φτωχό, άρρωστο, εξόριστο στην Αμερική.

Αντιναζιστής ώς την τελευταία του πνοή, θα προφέρει «και είχα τόσα πολλά να πω ακόμα» και θα φύγει για πάντα, πιο ζωντανός παρά ποτέ, ένα από τα φωτεινότερα πνεύματά του 20ού αιώνα.
Τελευταία περίοδος στην Ευρώπη, μετάβαση στις ΗΠΑ
Το 1934, εν τω μεταξύ, έλαβε τη θέση του εθνομουσικολόγου στην Ακαδημία Επιστημών της Βουδαπέστης. Άρχισε να δίνει συναυλίες και στο εξωτερικό (εκτός της (ναζιστικής) Γερμανίας, η οποία του είχε αρνηθεί την είσοδο στη χώρα) και το ίδιο έτος πραγματοποίησε ταξίδι στην Τουρκία για να συλλέξει λαϊκά τραγούδια. Το 1937 άρχισε να ανησυχεί για τη ναζιστική εξάπλωση στην Ευρώπη. Άρχισε να στέλνει τις παρτιτούρες του στο εξωτερικό, αρχικά στην Ελβετία και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη. Η ανησυχία του εντάθηκε ύστερα από την προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας και της Αυστρίας το 1938 και σκεπτόταν σοβαρά να εγκαταλείψει τη χώρα. Αυτό που τον κρατούσε ήταν η υπερήλικη και άρρωστη μητέρα του. Όταν, όμως, το 1939 η Πάουλα Μπάρτοκ απεβίωσε, άρχισε να προετοιμάζει επισταμένα την αναχώρησή του. Eπισκέφθηκε τις ΗΠΑ στα τέλη του 1939 για περιοδεία με συναυλίες. Μια από αυτές περιλάμβανε τη σύνθεσή του "Κοντσέρτο για βιολί και κλαρινέτο", την οποία εκτέλεσε στο Κάρνεγκι Χολ με σολίστ στο κλαρινέτο τον Μπένι Γκούντμαν. Επέστρεψε στη Βουδαπέστη τον Απρίλιο (ή το Μάιο) του 1940. Στις 8 Οκτωβρίου 1940 έδωσε την τελευταία του συναυλία στη Βουδαπέστη. Αναχώρησε για τις ΗΠΑ τον ίδιο μήνα, προκειμένου να εγκατασταθεί μόνιμα. Στο Δημαρχείο της Ουάσιγκτον δίνεται, στις 3 Νοεμβρίου 1940, η πρεμιέρα της σύνθεσής του "Μουσική για δύο πιάνα και κρουστά" με τον ίδιο και τη σύζυγό του στα δύο πιάνα. Η εμφάνιση επαναλήφθηκε στα τέλη του ίδιου μήνα με άλλα έργα για δύο πιάνα.

Τον ίδιο μήνα το Πανεπιστήμιο Κολούμπια του απονέμει τον τίτλο του Διδάκτορα της Μουσικής και του αναθέτει τη μεταγραφή της πολύ μεγάλης συλλογής ηχογραφήσεων λαϊκών ασμάτων της Γιουγκοσλαβίας "Millman - Parry". Παράλληλα με τη σύζυγό του μετέφρασαν αρκετά βιβλία της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου από τα Ουγγρικά. Παρά το γεγονός ότι είχε πολλούς φανατικούς υποστηρικτές, ήταν πολύ υπερήφανος για να δέχεται δωρεές και ζούσε, σχετικά άνετα, με τις αμοιβές της εργασίας του. Ωστόσο, η υγεία του, που πάντα ήταν επισφαλής, άρχισε να επιδεινώνεται ήδη από το 1940, οπότε ο δεξιός του ώμος εμφάνισε ακαμψία. Οι δαπάνες που απαιτήθηκαν για την ιατρική του φροντίδα τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του καλύφθηκαν από την ερευνητική κοινότητα του Κολούμπια και αυτή ήταν η μόνη δωρεά που δέχτηκε. Το 1942 τα συμπτώματα έγιναν περισσότερο έντονα και άρχισε να έχει κρίσεις πυρετού, χωρίς ωστόσο να διαγνωσθεί καμία συγκεκριμένη ασθένεια. Η διάγνωση έγινε το 1944 και έδειξε λευχαιμία, η οποία όμως είχε προχωρήσει τόσο ώστε δεν επιδεχόταν καμία ιατρική θεραπευτική παρέμβαση. Παρά την σωματική του κατάπτωση, συνέχισε να συνθέτει χάρη στις παροτρύνσεις του βιολονίστα Γιόζεφ Ζιγκέτι (Joseph Szigeti) και του προσωπικού φίλου μαέστρου Φριτς Ράινερ (Fritz Reiner). Εκείνη την περίοδο συνέθεσε το "Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 6" και, ύστερα από παραγγελία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης, το "Κοντσέρτο για ορχήστρα", το οποίο έγινε δημοφιλέστατο, αν και ο ίδιος δεν έζησε για να το δει. Το 1944 ο Γεχούντι Μενουχίν του παράγγειλε μια "Σονάτα για σόλο βιολί" και το 1945 ο Μπάρτοκ συνέθεσε το "Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3". Ξεκίνησε να συνθέτει ένα Κοντσέρτο για βιόλα, αλλά απεβίωσε πριν το ολοκληρώσει: Απεβίωσε στις 26 Σεπτεμβρίου 1945 σε ηλικία 64 ετών σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης και η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στο Universal Chapel της λεωφόρου Λέξινγκτον την επομένη.
Πριν από ένα χρόνο τιμήθηκε στη χώρα του αλλά και αλλού στον κόσμο η μνήμη του Μπέλα Μπάρτοκ. H ευκαιρία είναι καλή για να θυμηθεί κανείς ή για να γνωρίσει κάπως τον παράξενο αυτόν άνθρωπο, που ένας αυστηρός ομότεχνος, ο Μπουλέζ, τον κατατάσσει ανάμεσα στους πέντε μεγαλύτερους συνθέτες του 20ού αιώνα. Ο ίδιος μοιάζει να ξέρει την αξία του, αλλά σε όλη του τη ζωή φαίνεται να έχει δύσκολες σχέσεις με την επιτυχία ή σωστότερα με την επιτυχία στο ευρύ κοινό. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του δέχεται συχνές επιθέσεις για τις συνθετικές επιλογές του και ήδη από το 1937 η μετάδοση των έργων του από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Γερμανίας και της Ιταλίας απαγορεύεται. Το 1940 εγκαταλείπει την Ουγγαρία, την «πηγή της έμπνευσης», και αυτοεξορίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του - πεθαίνει το 1945 - κυλούν μέσα στη δυστυχία καθώς, άρρωστος, ζει στα όρια της φτώχειας. Είναι χαρακτηριστικό όμως το γεγονός ότι αρνήθηκε 12.000 δολάρια που του προσέφερε μια πλούσια Αμερικανίδα για να της διδάξει σύνθεση, για τον αφοπλιστικό λόγο ότι, κατά τη γνώμη του, «η σύνθεση δεν διδάσκεται». Γράφει σε μια παλιά μαθήτρια: «H κατάστασή μας χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ποτέ, από τότε που κερδίζω τη ζωή μου, δεν βρέθηκα σε τόσο απαίσια κατάσταση σαν αυτή στην οποία θα βρεθώ πολύ σύντομα». Την ίδια περίοδο, το 1942, γράφει σε έναν φίλο του: «H σταδιοδρομία μου ως συνθέτη έχει στην ουσία τελειώσει. Το σχεδόν ολοκληρωτικό μποϊκοτάζ των έργων μου από τις μεγάλες ορχήστρες συνεχίζεται. Ούτε τα παλιά μου έργα παίζονται ούτε τα καινούργια. Είναι ντροπή - βεβαίως όχι για μένα».
H εκτίμηση αυτή του συνθέτη δεν είναι απολύτως ακριβής, γιατί την επόμενη χρονιά θα ολοκληρώσει το περίφημο Κοντσέρτο για ορχήστρα. Εκτός αυτού, το 1942 θα πάρει μέρος ο ίδιος ως ερμηνευτής, μαζί με τη γυναίκα του Ντίτα, επίσης πιανίστρια, στην εκτέλεση του έργου του Κοντσέρτο για δύο πιάνα και ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του μεγάλου αρχιμουσικού Φριτς Ράινερ. H εκτέλεση θα μείνει ιστορική, όχι μόνο γιατί είναι η τελευταία στην οποία ο Μπέλα Μπάρτοκ εμφανίστηκε ως ερμηνευτής αλλά και για ένα άλλο αξιοσημείωτο συμβάν: ξαφνικά, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης, ο συνθέτης, αντί να ακολουθήσει την παρτιτούρα, άρχισε να αυτοσχεδιάζει, προς μεγάλη κατάπληξη της γυναίκας του, του διευθυντή και της ορχήστρας. Υστερα από λίγο επέστρεψε στο κείμενο και η εκτέλεση συνεχίστηκε κανονικά. Αργότερα ο ίδιος εξηγήθηκε λέγοντας ότι όλα οφείλονταν στη λάθος νότα ενός μουσικού. H νότα αυτή, είπε, μου έδωσε μια ιδέα την οποία ήμουν αναγκασμένος να ακολουθήσω ως το τέλος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Λίγα χρόνια πριν, σε μια συναυλία στο Λονδίνο, όπου πάλι βρισκόταν ο ίδιος στο πιάνο, αυτοσχεδίασε ένα σόλο γιατί, όπως εξήγησε, «είχε απότομα τη βαθιά αίσθηση ενός απειλητικού χάους και ένιωσε την αναγκαιότητα να παίξει, γιατί αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος εκείνη τη στιγμή να κρατηθεί στον κόσμο».

H συμπεριφορά αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί εκκεντρική. Δεν νομίζω όμως ότι στην περίπτωση του Μπέλα Μπάρτοκ ισχύει κάτι τέτοιο. Πρόκειται μάλλον για ένα καίριο γνώρισμα της ιδιοσυγκρασίας του που ο ίδιος γνωρίζει από τη νεαρή του ηλικία και προσπαθεί να το περιγράψει στη φίλη του βιολονίστρια Ιρμι Γιούρκοβιτς στην επιστολή που της στέλνει από το Παρίσι στις 15 Αυγούστου 1905. «Ο καθένας πρέπει να προσπαθήσει να στέκεται πάνω από όλα τα πράγματα. Τίποτα δεν πρέπει να τον αγγίζει. Πρέπει να είναι τελείως ανεξάρτητος, τελείως αδιάφορος. Μόνον έτσι μπορούμε να συμφιλιωθούμε με τον κατακερματισμό και τη ματαιότητα της ζωής. Εχω δίκιο ή όχι; (...) Ενα παιδί είναι δυστυχισμένο όταν του πάρεις το μήλο του. Τέτοια ασήμαντα πράγματα δεν αγγίζουν τον ενήλικα, που βρίσκεται σε υψηλότερο βαθμό. H δυστυχία όμως που τούτος 'δώ νιώθει όταν ο εγωισμός του δεν ικανοποιείται τόσο όσο το εύχεται ο ίδιος δεν είναι αιχμηρή και δεν διαρκεί;».

Προφανώς η μουσική του Μπέλα Μπάρτοκ δεν εξαντλείται σε συμπεράσματα που προκύπτουν από πληροφορίες όπως οι προηγούμενες. Είναι όμως απολύτως βέβαιο ότι βρίσκεται σε πλήρη απόκλιση από αυτές; Στις 3 Φεβρουαρίου 1909 ο συνθέτης γράφει στην πρώτη του γυναίκα και στην αδελφή της: «Οποιος ζωγραφίζει ένα τοπίο μόνο και μόνο για να ζωγραφίσει ένα τοπίο, όποιος γράφει μια συμφωνία μόνο και μόνο για να γράψει μια συμφωνία, στην καλύτερη περίπτωση είναι καλός τεχνίτης. Δεν μπορώ να φανταστώ την καλλιτεχνική παραγωγή παρά μόνο υπό τον όρο ότι εκφράζονται σε αυτήν χωρίς όρια ο ενθουσιασμός, η απελπισία, ο πόνος, ο θυμός, η εκδίκηση, η ειρωνική πρόκληση, ο σαρκασμός του δημιουργού. Δεν το πίστευα ως την ημέρα που έμαθα ο ίδιος ότι τα έργα ενός ανθρώπου μεταδίδουν ακριβέστερα από τις βιογραφίες τα σημαντικά γεγονότα και τα πάθη που καθορίζουν τη ζωή του».


πηγή: κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: